- εμφύτευμα
- Οποιοδήποτε αντικείμενο ή υλικό (φυσικό ή τεχνητό) εισάγεται στο σώμα χειρουργικά.
* * *το (AM ἐμφύτευμα)νεοελλ.ξένο κτήμα που αναλαμβάνει να καλλιεργήσει κάποιος μακροχρόνια με ετήσιο μίσθωμααρχ.-μσν.1. η ανάληψη μισθώσεως κτήματος για καλλιέργεια που στηρίζεται σε κληρονομικό δικαίωμα2. το μίσθωμα που καταβάλλεται για τέτοιο κτήμα.
Dictionary of Greek. 2013.